- σαλιάρισμα
- το, Ν [σαλιαρίζω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαλιαρίζω, φλυαρία, μωρολογία2. σαχλή ερωτοτροπία, προσπάθεια για σύναψη ερωτικών σχέσεων που γίνεται με γελοίο τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαλιάρισμα — το, ατος 1. μωρολογία: Άφησε τα σαλιαρίσματα. 2. ερωτολογία, έκφραση ερωτικών συναισθημάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σάλιασμα — το, Ν [σαλιάζω] 1. το αποτέλεσμα τού σαλιάζω, η έκκριση υπερβολικής ποσότητας σάλιου 2. σαλιάρισμα, σαχλή ερωτοτροπία … Dictionary of Greek
σαλιάρωμα — το, Ν το σαλιάρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαλιάρης + κατάλ. ωμα τών ρ. σε ώνω] … Dictionary of Greek